Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι - κέλλω

См. также в других словарях:

  • επικέλλω — ἐπικέλλω (Α) 1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, τό αράζω 2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»] …   Dictionary of Greek

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»